Απλές αλήθειες για την ινσουλίνη

Η ινσουλίνη είναι η ορμόνη που κρατά τα επίπεδα της γλυκόζης αίματος υπό έλεγχο και παράγεται από το πάγκρεας. Σε περίπτωση σακχαρώδη διαβήτη, ο έλεγχος αυτός αδρανοποιείται, προκαλώντας την αύξηση του σακχάρου του αίματος σε επίπεδα που προκαλούν βλάβη στον οργανισμό.

Η διαδικασία παραγωγής της ινσουλίνης έχει ως εξής:
Τα φαγητά που περιέχουν υδατάνθρακες διασπώνται σε γλυκόζη (σάκχαρο), η οποία εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος μετά την κατανάλωση τροφής. Η γλυκόζη είναι η κύρια πηγή καυσίμων του σώματος. Χρησιμοποιείται από τα κύτταρα του σώματος, ώστε να εκτελέσουν τις ημερήσιες εργασίες τους για την ενδυνάμωση ολόκληρου του σώματος από τον εγκέφαλο έως και τους μύες των ποδιών.
Όταν το σώμα αισθανθεί αύξηση στα επίπεδα της γλυκόζης μετά από το γεύμα, στέλνει μήνυμα προς το πάγκρεας.
Το πάγκρεας απελευθερώνει ινσουλίνη στο σώμα.
Η ινσουλίνη λειτουργεί ως κλειδί και ξεκλειδώνει το τοίχωμα του κυττάρου, ώστε η γλυκόζη να μπορέσει να περάσει από την κυκλοφορία στο κύτταρο και να χρησιμοποιηθεί ως ενέργεια.
Καθώς η γλυκόζη προχωρά μέσα στα κύτταρα, το επίπεδο της γλυκόζης στο αίμα επιστρέφει στο φυσιολογικό.
Το πάγκρεας λαμβάνει σήμα διακοπής της απελευθέρωσης της ινσουλίνης μέχρι το επόμενο γεύμα. Τότε, η διαδικασία θα ξεκινήσει πάλι από την αρχή.
Πώς χρησιμοποιεί το σώμα την ινσουλίνη για τον έλεγχο της γλυκόζης του αίματος

Το σώμα παράγει διαφορετική ποσότητα ινσουλίνης σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Φυσιολογικά, απελευθερώνει μικρή, σταθερή ποσότητα ινσουλίνης μεταξύ των γευμάτων και κατά τη διάρκεια της νύχτας, η οποία ονομάζεται «βασική» ινσουλίνη.

Κατά το γεύμα, το σώμα απελευθερώνει γρήγορα μεγάλη ποσότητα ινσουλίνης, η οποία καλείται ινσουλίνη “bolus” ή «γευματική» ινσουλίνη.

Η βασική και η γευματική ινσουλίνη από κοινού διατηρούν υπό έλεγχο τα επίπεδα της γλυκόζης αίματος καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Αντίσταση στην ινσουλίνη ή διαβήτης τύπου 2

Όταν το σώμα δεν μπορεί να ελέγξει τα επίπεδα της γλυκόζης, η υπερβολική γλυκόζη συναθροίζεται στο αίμα και περνά στα ούρα. Αυτή είναι η πάθηση που ονομάζεται διαβήτης. Στον διαβήτη τύπου 2, το σώμα μπορεί να εξακολουθεί να παράγει ινσουλίνη, αλλά δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει πολύ καλά την ινσουλίνη που παρήγαγε. Η περίπτωση αυτή είναι γνωστή ως «αντίσταση στην ινσουλίνη» και συνεπάγεται ότι με την πάροδο του χρόνου το σώμα παράγει ολοένα και λιγότερη ινσουλίνη.

Για τη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2, ο γιατρός μπορεί να συνταγογραφήσει χάπια, τα οποία δρουν παράλληλα με την εγγενή ινσουλίνη. Ωστόσο, όταν το σώμα αρχίζει σταδιακά να παράγει υπερβολικά λίγη ινσουλίνη για την κάλυψη των αναγκών, είναι απαραίτητη η χορήγηση μόνο ινσουλίνης ή ινσουλίνης σε συνδυασμό με χάπια.

Να θυμάστε πάντα ότι η ανάγκη για ινσουλίνη αποτελεί φυσιολογική εξέλιξη της θεραπείας του διαβήτη.
Οι τύποι της ινσουλίνης

Υπάρχουν αρκετοί τύποι ινσουλίνης που δρουν με διαφορετική ταχύτητα και για διαφορετική χρονική διάρκεια προκειμένου να συμβάλουν στη διατήρηση του καλύτερου δυνατού ελέγχου της γλυκόζης στο αίμα. Τα περισσότερα άτομα με διαβήτη λαμβάνουν τουλάχιστον δύο διαφορετικούς τύπους ινσουλίνης για να καταφέρουν να μιμηθούν τη φυσιολογική παραγωγή ινσουλίνης του οργανισμού. Οι βασικοί τύποι ινσουλίνης που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι σκευάσματα με ανάλογα ινσουλίνης (μια τροποποιημένη μορφή της ανθρώπινης ινσουλίνης) και ανθρώπινη ινσουλίνη.
Α. Ανάλογα ινσουλίνης

Τα ανάλογα ινσουλίνης ταχείας δράσης ξεκινούν τη μείωση της γλυκόζης αίματος σε διάστημα 15 λεπτών και διαρκούν για 3 έως 5 ώρες μετά από την ένεση. Πρέπει να χορηγούνται λίγο πριν από το γεύμα. Στα ανάλογα ινσουλίνης ταχείας δράσης περιλαμβάνονται οι ινσουλίνες Lispro, Aspar και Glulisine.

Τα ανάλογα ινσουλίνης μακράς δράσης απορροφώνται πολύ αργά στην κυκλοφορία του αίματος. Η δράση τους ξεκινά εντός 1 έως 2 ωρών και διαρκούν για 24 ώρες. Σε αυτά συγκαταλέγονται οι ινσουλίνες Glargine και Deemir.

Τα ανάλογα ινσουλίνης διατίθενται ως σκευάσματα μειγμάτων ταχείας και μεγαλύτερης διάρκειας δράσης. Τα μείγματα δρουν όπως θα δρούσαν η «βασική» ινσουλίνη και η ινσουλίνη “bolus”, αν χορηγούνταν ξεχωριστά, αλλά χωρίς να υπολογίζονται ως δύο ξεχωριστές δόσεις. Τα σκευάσματα μειγμάτων ταχείας και μεγαλύτερης δράσης συνήθως λαμβάνονται σε διάστημα 15 λεπτών πριν από το γεύμα, έτσι ώστε το ανάλογο ινσουλίνης ταχείας δράσης να μπορέσει να ελέγξει την άνοδο στη γλυκόζη αίματος κατά τη διάρκεια του γεύματος και το σκεύασμα μεγαλύτερης δράσης να μπορεί να συνεχίσει τη δράση του ανάμεσα στα γεύματα. Στα μείγματα με ανάλογα ινσουλίνης περιλαμβάνεται η μεσαίας δράσης ινσουλίνη NPL (Neural Proamin Lispro) και η ινσουλίνη Lispro σε αναλογίες 75:25 και 50:50, καθώς και η μεσαίας δράσης πρωταμινική ασπαρτική ινσουλίνη και η ασπαρτική ινσουλίνη σε αναλογία 70:30.
Ανθρώπινες ινσουλίνες

Η ινσουλίνη τύπου “regular”, ινσουλίνη βραχείας δράσης, ξεκινά να μειώνει τη γλυκόζη αίματος σε διάστημα 30 έως 60 λεπτών μετά από την ένεση και διαρκεί για 5 έως 8 ώρες. Πρέπει να λαμβάνεται 30 έως 45 λεπτά πριν από το γεύμα.

Οι ινσουλίνες μεσαίας και μακράς δράσης χρησιμοποιούνται για τη διατήρηση της γλυκόζης αίματος υπό έλεγχο μεταξύ των γευμάτων και κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι ινσουλίνες NPH και Lene είναι ινσουλίνες μεσαίας δράσης, των οποίων η δράση ξεκινά σε διάστημα 1 έως 3 ωρών και διαρκεί για περίπου 18 έως 24 ώρες. Η δράση της ινσουλίνης μακράς δράσης Ulralene ξεκινά σε 4 έως 8 ώρες και διαρκεί 36 ώρες.

Τα μείγματα ανθρώπινης ινσουλίνης που αποτελούνται από ινσουλίνες τύπου regular και ινσουλίνη μεσαίας δράσης δρουν αντίστοιχα με τα μείγματα αναλόγων ινσουλίνης. Τα μείγματα ινσουλίνης βραχείας και μεγαλύτερης δράσης συνήθως λαμβάνονται 30 έως 45 λεπτά πριν από το γεύμα. Οι τυπικές αναλογίες μειγμάτων είναι 50% NPH με 50% ινσουλίνη τύπου regular ή 70% NPH με 30% ινσουλίνη τύπου regular.

Η ινσουλίνη δεν παρασκευάζεται σε μορφή χαπιού γιατί το στομάχι θα την αντιμετώπιζε ως τροφή και η πέψη της θα πραγματοποιείτο πριν περάσει στην κυκλοφορία του αίματος για να ξεκινήσει η δράση της. Επομένως, ο φυσιολογικός τρόπος χορήγησης της ινσουλίνης είναι μέσω ένεσης.
Συσκευές χορήγησης ινσουλίνης

Ανάλογα με τον τύπο της ινσουλίνης που χρειάζεται το άτομο και τις επιλογές του, η ινσουλίνη μπορεί να διατίθεται σε:
Συσκευή επαναχρησιμοποιήσιμου στυλό με βελόνα, το οποίο δέχεται ανταλλακτικά φυσίγγια όταν αυτά τελειώνουν.
Συσκευή προγεμισμένου στυλό με βελόνα, το οποίο είναι γεμισμένο με ινσουλίνη και απορρίπτεται όταν τελειώνει η ινσουλίνη.
Αντλία ινσουλίνης.
Σύριγγα με βελόνα, η οποία γεμίζει με ινσουλίνη από φιαλίδιο.

Τα στυλό ινσουλίνης είναι πολύ εύχρηστα και δημοφιλή, καθώς είναι περισσότερο διακριτικά και εύκολα στη μεταφορά σε σχέση με τις σύριγγες και τα φιαλίδια. Η αντλία αποτελεί τρόπο χορήγησης τόσο για τη βασική όσο και για τη γευματική ινσουλίνη μέσω ενός σωληναρίου, το οποίο εισέρχεται στην περιοχή της κοιλιάς και παραμένει εκεί για μέρες πριν χρειαστεί η αντικατάστασή του.

Είναι φυσιολογικό για τον περισσότερο κόσμο να έχει αγωνία για την πρώτη του ένεση, αλλά άπαξ και γίνει, όλοι συνειδητοποιούν ότι είναι ουσιαστικά ανώδυνη και πολύ εύκολη. Η χορήγηση της ινσουλίνης μέσω ένεσης είναι, επίσης, ένας από τους λιγότερο ακριβούς τρόπους λήψης αντιδιαβητικής θεραπείας.
Η επιλογή του σωστού σχεδίου ινσουλίνης

Η θεραπεία με ινσουλίνη δεν είναι κοινή για όλους. Το κατάλληλο σχέδιο ινσουλίνης για κάθε άτομο είναι αυτό που εντάσσεται στον τρόπο ζωής του, λαμβάνοντας υπόψη τι κάνει και πότε το κάνει.

Επίσης, το σωστό σχέδιο ινσουλίνης πρέπει να ταιριάζει απαραίτητα με τις σωματικές ανάγκες του ατόμου. Ο ασθενής χρειάζεται διαρκώς κάποια ποσότητα ινσουλίνης, περισσότερη όταν τρώει και λιγότερη όταν ασκείται. Η ποσότητα και ο τύπος της ινσουλίνης που χρειάζεται το σώμα εξαρτάται άμεσα από τον τύπο του διαβήτη.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι συνδυασμού των ινσουλινών, ώστε να ικανοποιηθούν οι διάφορες ανάγκες. Οι ασθενείς και η ομάδα που τους περιθάλπει πρέπει να εξετάσουν τις εναλλακτικές επιλογές και να αποφασίσουν ποιος τύπος ινσουλίνης και ποια συσκευή χορήγησης ταιριάζουν καλύτερα με τον τρόπο ζωής και τους τρόπους διακύμανσης της γλυκόζης αίματος.

Αν το άτομο έχει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη λήψη ινσουλίνης, είναι σημαντικό να έχει τις σχετικές απαντήσεις άμεσα. Μπορεί οι αμφιβολίες του να το κρατούν μακριά από τη μόνη θεραπεία που θα μπορούσε να θέσει υπό έλεγχο τον διαβήτη.

Ο γιατρός ή το ειδικό νοσηλευτικό προσωπικό του διαβητολογικού κέντρου είναι οι καταλληλότεροι για να απαντήσουν στις ερωτήσεις του ασθενή. Όταν ο ασθενής γνωρίζει την αλήθεια, είναι πολύ πιο εύκολο να πάρει την απόφαση.

D.Pap

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη